- κτίζει
- κτίζωpeoplepres ind mp 2nd sgκτίζωpeoplepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιθοδόμος — (Lithodomus). Γένος διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών. Είναι γνωστό και με την ονομασία Lithophagus, καθώς και με την κοινή ονομασία χουρμάς της θάλασσας. Το σώμα του έχει μήκος 4 8 εκ. και περικλείεται σε δύο όμοια οστρακώδη… … Dictionary of Greek
ναοδόμος — ναοδόμος, ον (Α) αυτός που κτίζει ναό ή που αναφέρεται στη ναοδομία («ναοδόμος τέχνη», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + δόμος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθο δόμος, οικο δόμος] … Dictionary of Greek
πολύκτιτος — ον, Α αυτός που κτίζει, που κατασκευάζει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτιτος, ρηματ. επί θ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (< κτίζω), πρβλ. νεό κτιτος] … Dictionary of Greek
συγκτίστης — ὁ, Α [συγκτίζω] αυτός που κτίζει ή ιδρύει πόλη ή αποικία από κοινού με άλλον … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
νοούμενο — το 1. αυτό που γίνεται αντιληπτό με το νου μόνο. 2. (γραμμ.), σχήμα λόγου, όπου οι όροι της προτάσεως συμφωνούν κατά την έννοια, όχι κατά το γραμματικό τους τύπο, π.χ. ο κόσμος κτίζουν εκκλησιές, αντί κτίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам … Православная энциклопедия